καβείριος

καβείριος
καβείριος, -ία, -ον (Α) [Κάβειροι]
1. καβειρικός
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Καβειρία
προσωνυμία τής Δήμητρας από τους Καβείρους
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Καβείρια
τα μυστήρια τών Καβείρων
4. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ Καβείριον
ιερό, ναός τών Καβείρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κάβειροι — Συλλογική ονομασία ομάδας αρχαιοελληνικών θεοτήτων. Η προέλευσή τους και η ετυμολογία της ονομασίας τους είναι αβέβαιη. Μάλλον πρόκειται για θεότητες ανατολικής προέλευσης των οποίων η ονομασία προέρχεται ίσως από το σημιτικό Kabirim (= ισχυροί,… …   Dictionary of Greek

  • καβειριάζομαι — (Α) [καβείριος] τελώ τα Καβείρια μυστήρια …   Dictionary of Greek

  • καβειριάρχης — και καβιριάρχας, ὁ (Α) άρχοντας τής τελετής τών μυστηρίων τών Καβείρων στη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβείριος + ιάρχης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”